διτάξιος

διτάξιος
-α, -ο
αυτός που αποτελείται από δύο σχολικές τάξεις, ο χωρισμένος σε δύο τάξεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διτάξιος — α, ο (για σχολεία), αυτός που έχει δύο τάξεις ή δύο δασκάλους για όλες τις τάξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”